- οξύθηκτος
- ὀξύθηκτος, -ον (Α)1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος.επίρρ...ὀξυθήκτως (Α)με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία, με πάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -θηκτος (< θήγω), πρβλ. αυτό-θηκτος].
Dictionary of Greek. 2013.